A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.
διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
-ῶ :part. pf. Pass. διενειλημένος;enrouler, entortiller.Étymologie: διά, ἐνειλέω.