[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).
πᾰλίγκραιπνος: -ον, σφόδρα ταχύς, π. ποσὶ Ἀνθ. Π. 15. 27.
ου (ὁ) :très agile.Étymologie: πάλιν, κραιπνός.