παλίγκραιπνος
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
German (Pape)
[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
très agile.
Étymologie: πάλιν, κραιπνός.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίγκραιπνος: весьма проворный, резвый (πόδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίγκραιπνος: -ον, σφόδρα ταχύς, π. ποσὶ Ἀνθ. Π. 15. 27.
Greek Monolingual
παλίγκραιπνος, -ον (Α)
πολύ ταχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κραιπνός»ταχύς»].
Greek Monotonic
πᾰλίγκραιπνος: -ον, πολύ γρήγορος, σε Ανθ.