ον,
A oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).
[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
ος, ον :qui plonge souvent.Étymologie: πολύς, κολυμβάω.