πολυκόλυμβος
English (LSJ)
πολυκόλυμβον, oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui plonge souvent.
Étymologie: πολύς, κολυμβάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκόλυμβος -ον [πολύς, κολυμβάω] met veel geplons.
Russian (Dvoretsky)
πολυκόλυμβος: постоянно ныряющий: ἐν πολυκολύμβοισι μέλεσιν Arph. (о лягушках) не переставая нырять.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευκόλυμβος.
Greek Monotonic
πολῠκόλυμβος: -ον (κολυμβάω), αυτός που κολυμπά συχνά, μέλη πολυκόλυμβα, λέγεται για τους βατράχους, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
Middle Liddell
πολῠ-κόλυμβος, ον, κολυμβάω
oft-diving, μέλη π., of the frogs, Ar.