διολισθάνω
English (LSJ)
(in Pl.Ly.216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), Ion. aor.
A -ωλίσθησα Hp.Art.63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.Nu.434:—slip through, ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.
Greek (Liddell-Scott)
διολισθάνω: (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους αὐτόθι 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ ἄκρων δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ φεύγω, ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, ἁμαρτάνω ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
French (Bailly abrégé)
att. c. διολισθαίνω.