διαφεύγω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Afut. διαφεύξομαι Pl.Prm.135d:—get away from, escape, τινά or τι, Hdt.1.204, 3.19, Antipho 5.90, etc.; θάνατον Pl.Ap.39a; κίνδυνον Isoc.2.6; survive, (νόσημα) Arist.HA603b11; γάμον Men. Georg.21: abs., Democr.239, Hdt.1.10, etc.; μὴ… ἀθῷος διαφύγῃ PTeb.44.28 (ii B.C.); ἐκ τῆς Μήλου Th.8.39; δ. ἐκ πόνων εἰς ἀγαθά Pl.Lg.815e; διαφεύγει δ' οὐδὲ νῦν = but it is not even now too late, D.10.31:—Pass., διεφεύχθη ὁ κίνδυνος = escaped the danger J.AJ18.8.9.
2 escape one's notice or escape one's memory, Pl.Phd.95e, Men.96e; σὲ διαφεύξεται ἡ ἀλήθεια Id.Prm. 135d; δ. τὰ νολλὰ τῶν νοσημάτων αὐτούς Jul.Or.7.228a; πολλά με διαπέφευγε Isoc.4.187.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. c. sent. act. -φεύξομαι Gorg.B 11.15, Pl.Prm.135d, -φευξοῦμαι Ar.Nu.443]
I c. suj. de pers. o anim.
1 pres. huir de c. ac. de pers. σε E.Cyc.684, ὁπλίτας ἐξ αὐτῶν τῶν χειρῶν X.An.6.3.4, οἱ κολύμβοι τοὺς θηρατὰς διαφεύγουσι D.P.Au.3.25, fig. de alimentos διαφεύγειν βουλόμενοι τὸ ὑγρόν intentando desprenderse de la humedad Thphr.Ign.43
•c. ἐκ y gen. οἱ ἐκ τῶν ἄλλων πόλιων διαφεύγοντες Hp.Ep.27.3
•c. ac. de abstr. huir de, evitar θάνατον Pl.Ap.39a, cf. Aesop.277, τὰς δὲ συμφοράς Isoc.2.6, τὰς ὑμετέρας γνώμας Antipho 5.90, τοῦτο (τὸ πάθος) Arist.HA 603b11, οὐ ῥᾴδιον διαφεύγειν τὸν κίνδυνον D.S.13.23
•abs. Hp.Acut.42, Theopomp.Hist.266.
2 aor. y fut. escapar, lograr huir διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας Ar.Eq.610, πόθεν σὺ δεσμὰ διαφυγὼν ἔξω περᾷς; E.Ba.648, οἶδμα ... θαλάσσιον E.Fr.301.2, fig. ὁ ἥλιος οὐχ ὅταν διαφύγῃ τὰ νέφη Plu.2.431f
•abs. οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖν Hdt.1.10, cf. 204, ὅπως μὴ διαφυγὼν οἰχήσεται Ar.Th.653, παραδόξως διέφυγεν Plb.1.21.11, μὴ ἀθῷος διαφύγῃ para que no escape sin castigo, PTeb.1098.16, cf. 44.28 (ambos II a.C.)
•c. ac. de abstr. librarse de δουλοσύνην Hdt.3.19, cf. 6.45, ὅρκους διαφυγεῖν desvincularse de los juramentos, e.e. no cumplirlos Democr.B 239, διαφεύξεται τὴν ... ἁμαρτίας αἰτίαν Gorg.B 11.15, φόνον E.Hel.1613, διαφεύξεσθαι τὰ χρέα librarse de las deudas Ar.Nu.443, τὸν γάμον Men.Georg.21, διέφυγε παραδόξως τὸν κίνδυνον Plb.1.25.3, cf. Act.Ap.27.42, Vett.Val.200.10, τὴν ... αἰσχύνην Plb.6.37.13, τοὺς μὴ διαφυγόντας τὸ σωθῆναι Plu.Brut.31, (κόλασιν) οὐ διέφυγεν TAM 5.318.6 (Lidia II d.C.), τὰς ... ποινάς IEphesos 1324.33 (VI d.C.), τὴν ἐπήρειαν τοῦ αἰῶνος τούτου Ign.Magn.1
•en v. med.-pas. disiparse Πετρωνίῳ ... διεφεύχθη ... ὁ κίνδυνος τοῦ θανεῖν I.AI 18.309
•tb. c. gen. διαφυγεῖν τοῦ ὅρκου Paus.2.2.1
•en perf. c. gen. c. prep. ἐκ πόνων τινῶν ... διαπεφευγότες εἱς ἀγαθά Pl.Lg.815e, αἱ διαφυγοῦσαι ... ἐκ τῆς Μήλου νῆες Th.8.39.
3 medic., op. θνῄσκειν, ἀπόλλυσθαι escapar a la muerte, salvarse, sobrevivir Hp.Morb.1.12, Int.39, c. pred. πῦον παχὺ πτύσαντες Hp.Acut.42, ὑγιής Hp.Morb.3.11, ἔμπυος Hp.Loc.Hom.14, c. constr. causal ἀπόλλυται ὑπὸ τῶν αὐτέων, καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέων Hp.Morb.2.6, c. ac. temp. ταύτας δὲ (ἡμέρας) διαφυγών Hp.Morb.3.12
•tb. tr. salvarse de, sobrevivir a τὴν δὲ νοῦσον ὀλίγαι διαφεύγουσιν Hp.Nat.Mul.12, τὴν μὲν πλευρῖτιν Hp.Morb.3.16.
II c. suj. abstr.
1 c. ac. de pers. escaparse, pasar por alto, pasar de largo ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾶς para que nada se nos escape Pl.Phd.95e, σε ... ἡ ἀλήθεια Pl.Prm.135d, cf. Men.96e, Chrm.156e, Isoc.4.187, τῆς δημοκρατίας ... ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς Aeschin.3.249, cf. Iul.Or.7.228a, Longin. en Porph.Plot.19, abs. τὰ δ' ἐν δόμοις ... φροῦδα διαφυγόνθ' ὑπ' ἀργίας E.HF 592, ὃ δὴ λοιπόν ἐστι ... διαφεύγει δ' οὐδὲ νῦν lo que aún queda (por hacer) ... y ni aún ahora ha pasado la ocasión (de hacerlo), D.10.31.
2 c. ac. de abstr. apartarse, separarse τὰ μὲν οὖν λεγόμενα τῆς ἁλμυρότητος αἴτια διαφεύγειν φαίνεται τὸν λόγον así pues las explicaciones dadas sobre la salinidad parecen apartarse de la lógica Arist.Mete.357b22, νόμος διαφεύγων τὴν κοινότητα ley que se aparta de la práctica común Ph.2.94, αὕτη γὰρ (ἡ ψυχή) διαπέφευγεν ... γένεσιν pues ella (el alma) ha escapado de la generación Aristid.Quint.133.16.
German (Pape)
[Seite 610] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen; absolut, Thuc. 1, 110; ἐκ τῆς Μήλου 8, 39; ἐκ πόνων εἰς ἀγαθά Plat. Lgg. VII, 815 e; τινά u. τί: τοὺς διώκοντας, δουλοσύνην πρὸς Περσέων, Her. 3, 19. 6, 45; bes. κίνδυνον, συμφοράν, Isocr. 2, 6. 4, 94 u. sonst; χρέα, Ar. Nubb. 442; τὰς εὐθύνας, Plat. Legg. XII, 947 e; νόσημα, Arist. H. A. 8, 21; auch allein, = durchkommen, an einer Krankheit nicht sterben, Thuc. 2, 49; auch c. inf., οὐ διέφυγε τὸ σωθῆναι Plut. Brut. 31; – entgehen, entfallen, διέφυγεν ἡμᾶς ὁ λόγος Plat. Polit. 284 b; εἴ τί με αὐτῶν διαπέφευγεν Tim. 26 b; διαφεύξεταί σε ἡ ἀλήθεια Parm. 135 d; Isocr. 4, 187; μὴ διαφύγωσιν αἱ πράξεις αὐτόν Plut. Timol. 7.
French (Bailly abrégé)
f. διαφεύξομαι, ao.2 διέφυγον, etc.
s'enfuir, échapper par la fuite ; en gén. échapper à, se soustraire à, acc. : τοῦτο διαφεύγει με cela m'échappe, càd je l'ignore ou je ne me souviens plus (lat. me fugit);
NT: se tirer d'affaire.
Étymologie: διά, φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
διαφεύγω: (fut. διαφεύξομαι, aor. 2 διέφυγον)
1 убегать (ἔκ τινος Thuc. и ἀπό τινος Arst.);
2 ускользать, избегать (τινά Eur., Her. и τι Her., Plat., Arst., Plut.): ἐκ κινδύνων διαπεφευγότες εἰς ἀγαθά Plat. избежавшие опасностей и достигшие благ: τὰ χρέα δ. Arph. уклоняться от уплаты долгов: εἰ διαφύγοιεν Thuc. если им удавалось спастись; πολλά με διαπέφευγεν ὧν διενοήθην Isocr. много из того, что я имел в виду (сказать), забыто мною; κατὰ τοῦτο διέφυγεν ἡμᾶς ὁ λόγος Plat. здесь нас покинули доводы, т. е. к этому нас вынудил ход доказательства.
Greek (Liddell-Scott)
διαφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω διὰ μέσου, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ ἢ τι Ἡρόδ. 1. 204., 3. 19, κτλ., Ἀντιφῶν 140. 9· θάνατον Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· νόσημα Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 21· - ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 10, κτλ.· ἐκ τῆς Μήλου Θουκ. 8. 39· δ. ἐκ πόνων εἰς ἀγαθὰ Πλάτ. Νόμ. 815Ε· διαφεύγει δ’ οὐδὲ νῦν, ἀλλ’ οὐδὲ τώρα δὲν εἶναι πολὺ ἀργά, Δημ. 139. 17. 2) διαφεύγω τινά, ἐκφεύγω τὴν μνήμην ἢ παρατήρησίν τινος, Πλάτ. Φαίδωνι 95Ε, Μένωνι 96Ε, κτλ.· διαπέφευγέ με, Λατ. fugit me, Ἰσοκρ. 80Β.
English (Strong)
from διά and φεύγω; to flee through, i.e. escape: escape.
English (Thayer)
(2nd aorist διεφυγον; from Herodotus down; to flee through danger, to escape: Joshua 8:22).
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω
2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει το όνομά του»)
νεοελλ.
γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του»)
μσν.
φεύγω από τη ζωή «ὁμοίως καὶ οἱ ἄνθρωποι θνήσκουσι καὶ διαφεύγουν», Διγεν. Ακρ.).
Greek Monotonic
διαφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. φεύγω από τη μέση, ξεφεύγω, δραπετεύω, τινά ή τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., αποδιδράσκω, δραπετεύω, σε Ηρόδ., Θουκ.· διαφεύγει οὐδὲ νῦν, αλλά τώρα δεν είναι πολύ αργά, σε Δημ.
2. διαφεύγω, γλιτώνω από κάποιον, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου ή τη μνήμη του, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -φεύξομαι
1. to flee through, get away from, escape, τινά or τι Hdt., Plat.:—absol. to escape, Hdt., Thuc.; διαφεύγει οὐδὲ νῦν it is not now too late, Dem.
2. to escape one, escape one's notice or memory, Plat., etc.
Chinese
原文音譯:diafeÚgw 笛阿-肺哥
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-逃
字義溯源:脫逃,得自由;由(διά)*=通過)與(φεύγω)*=逃避)組成
同源字:1) (διαφεύγω)脫逃 2) (φεύγω)逃走參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 脫逃(1) 徒27:42
Lexicon Thucydideum
effugere, elabi, periculo subtrahere se, to escape, slip away, remove oneself from danger, 1.110.1, 2.67.4. 2.77.5, 2.77.53.22.8. 3.40.5. 3.40.6. 4.19.1, 4.128.2, 4.131.3, [alii others διαφεύγοντες] (elapsi per castra, having passed through the camp). 5.60.5, 5.82.3. 5.116.1, 6.2.3, 6.53.2, 6.57.4, 6.60.4, 7.32.2. 7.44.5, 7.59.2, 7.70.7, 7.70.8, 7.71.3, 7.77.7, 7.85.1. 7.85.4. 8.1.1, 8.13.1, 8.35.4, 8.39.3, 8.92.2,
perfugere, confugere, to flee, take refuge, 3.24.2, 3.111.4, 4.35.2, 4.124.3, 7.43.4, 8.102.2,
evitare, to shun, avoid, 2.40.1, 2.42.4, 2.90.2, 6.80.5,
ex morbo evadere, to recover from illness, 2.49.6, 2.49.8. 2.51.6.
Translations
run away
Arabic: هَرَبَ; Catalan: fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃跑; Czech: utéct; Dutch: vluchten, weglopen; Esperanto: forkuri; Finnish: juosta pakoon; French: s'enfuir; Friulian: fuî, scjampâ; German: wegrennen, davonlaufen; Ancient Greek: ἀλύσκω, ἀναδιδράσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἀποθέω, ἀποσεύω, ἀποτράχω, ἀποτρέχω, αὐτομολεῖν, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διδράσκω, διδρήσκω, δίω, δραπετεύειν, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκτρέχω, ἐκφέρω, ἐκφεύγω, παρασείω, ὑπεκφεύγω, φεύγειν, φεύγω; Hebrew: בָּרַח; Ido: fugar; Italian: scappare, fuggire; Japanese: 逃げる, 逃走する; Kabuverdianu: fuji; Kabyle: rwel; Latin: fugio; Ngazidja Comorian: utrawa; Norwegian: stikke av; Persian: فرار کردن; Polish: uciekać; Portuguese: fugir; Romanian: fugi, scăpa; Russian: убегать, убежать; Sanskrit: नश्यति, सिसर्ति; Spanish: huir; Swedish: springa iväg; Telugu: పారిపోవు; Walloon: cori evoye
escape
Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן