δίχολος

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A with double gall, Ael.NA11.29.    II at variance, πόλις cj. in Alc.37 A; δ. γνῶμαι, = διάφοροι, Achae.39.

German (Pape)

[Seite 646] mit zwei Gallen, Ael. H. A. 11, 29; übertr., sehr bitter, feindselig; γνῶμαι, Achaeus bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δίχολος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux vésicules de fiel.
Étymologie: δίς, χολή.