δόκανα
English (LSJ)
τά, (δοκός) at Sparta,
A two upright parallel bars joined towards each end (as symbols of the Dioscuri), Plu.2.478a.
German (Pape)
[Seite 652] τά, nach Plut. de frat. am. 1 zwei parallele mit Querstücken verbundene Hölzer, παλαιὰ τῶν Διοσκούρων ἀφιδρύματα, das noch jetzt übliche astronomische Zeichen des Zwillingsgestirns, II.
Greek (Liddell-Scott)
δόκανα: τά, [δοκὸς] ἐν Σπάρτη, σύμβολον τῶν Διοσκούρων, «ἔστι δὲ δύο ξύλα παράλληλα δυσὶ πλαγίαις ἐπεζευγμένα» (τὸ καὶ νῦν ἐν χρήσει ἀστρονομικὸν σημεῖον τῶν Διοσκούρων), Πλούτ. 2. 478Α· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
pièces de bois parallèles reliées par des traverses.
Étymologie: δοκός.