A leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.
[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.
διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.
-ῶ :bondir çà et là.Étymologie: διά, σκιρτάω.