διασκιρτάω

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκιρτάω Medium diacritics: διασκιρτάω Low diacritics: διασκιρτάω Capitals: ΔΙΑΣΚΙΡΤΑΩ
Transliteration A: diaskirtáō Transliteration B: diaskirtaō Transliteration C: diaskirtao Beta Code: diaskirta/w

English (LSJ)

leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.

Spanish (DGE)

1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.

German (Pape)

[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.

French (Bailly abrégé)

διασκιρτῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκιρτάω rondspringen.

Russian (Dvoretsky)

διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).

Greek Monotonic

διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.

Middle Liddell

fut. ήσω
to leap about or leap away, Plut.