ον,
A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.
δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.
ος, ον :à deux sommets.Étymologie: δίς, κόρυμβος.