διορχέομαι

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A dance across or along, Opp.H.5.440.    II dance a match, Ar.V.1481.

Greek (Liddell-Scott)

διορχέομαι: ἀποθ., χορεύω διὰ μέσου, Ὀππ. Ἁλ. 5. 440. ΙΙ. διαγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ ὀρχήσει, τινὶ Ἀριστοφ. Σφ. 1481.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 danser à travers;
2 disputer le prix de la danse : τινι à qqn.
Étymologie: διά, ὀρχέομαι.