διορχέομαι

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορχέομαι Medium diacritics: διορχέομαι Low diacritics: διορχέομαι Capitals: ΔΙΟΡΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diorchéomai Transliteration B: diorcheomai Transliteration C: diorcheomai Beta Code: diorxe/omai

English (LSJ)

A dance across or along, Opp.H.5.440.
II dance a match, Ar.V.1481.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. pres. διορχεῦνται Opp.H.5.440]
1 competir en bailes c. dat. de pers. ἐμοὶ διορχησόμενος ἐνθάδ' εἰσίτω Ar.V.1499, cf. 1481.
2 bailar, danzar fig. de peces que huyen διορχεῦνται δ' ἐνὶ πόντῳ Opp.l.c.

French (Bailly abrégé)

διορχοῦμαι;
1 danser à travers;
2 disputer le prix de la danse : τινι à qqn.
Étymologie: διά, ὀρχέομαι.

German (Pape)

1 durch-, herumtanzen, ἐνὶ πόντῳ Opp. Hal. 5.440.
2 mit Einem um die Wette tanzen, τινί, Ar. Vesp. 1499.

Russian (Dvoretsky)

διορχέομαι: состязаться в пляске (τινι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διορχέομαι: ἀποθ., χορεύω διὰ μέσου, Ὀππ. Ἁλ. 5. 440. ΙΙ. διαγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ ὀρχήσει, τινὶ Ἀριστοφ. Σφ. 1481.

Greek Monotonic

διορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι με κάποιον στην όρχηση, τινι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to dance a match with one, τινί Ar.