δοξομανής

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ές,

   A mad after fame, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph. 1.564, Iamb.VP12.58.

German (Pape)

[Seite 657] ές, rasend ehrgeizig, selten = φιλόδοξος, nach Ath. XI. 464 d; Iambl

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φιλόδοξος εἰς ἄκρον, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -ἐντεῦθεν δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, ἀπεριόριστος ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
follement épris de gloire.
Étymologie: δόξα, μαίνομαι.