ές,
A base, undignified, E.Hel.300.
[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.
ής, ές :indécent, inconvenant.Étymologie: δυσ-, πρέπω.