δωδεκαετής

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)

   A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6.    II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.