δόμονδε
English (LSJ)
Adv.
A homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.
Greek (Liddell-Scott)
δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.