οἴκαδε
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
(Delph. ϝοίκαδε GDI2561C42), Adv.,
A = οἶκόνδε, to one's house, to one's home, or to one's country, homewards, homewards, freq. in Hom., Il.1.170, Od.2.176, al.: freq. in Pi. (N.4.76, al.), Trag. (as A.Ag.1337 (anap.)), Com. (as Ar.Nu.618), and Att. Prose (as Pl.R. 328b).
II to people's houses, Telecl.1.6.
III = οἴκοι, at home, X.Cyr.1.3.4, An.7.7.57, Luc.Dem.Enc.26, Hld.1.22, Phalar.Ep.143, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison, dans les foyers, dans sa patrie avec mouv. : τὰ οἴκαδε ποθεῖν XÉN regretter son pays avec idée de tendance, désirer d'y retourner.
Étymologie: οἶκος, -δε.
German (Pape)
(von der alten ungebräuchlichen Stammform ΟΙΞ der accus.), = οἶκόνδε, nach Hause, in das Vaterland, heimwärts; οἴκαδ' ἱκέσθαι, ἴμεν, νοστεῖν, Hom. oft und Folgde; ὀπίσω πάλιν οἴκαδε μόλοι, Pind. N. 3.60; οἴκαδ' ἱκάνει, Aesch. Ag. 1310; ὀμόσας ἀπάξειν οἴκαδε, Soph. Phil. 929; Eur. oft; in Prosa, wie Plat. Symp. 179e, Phaedr. 247e; οἴκαδε γράφειν ἐπιστολήν, Xen. Cyr. 2.2.9; τὰ οἴκαδε ποθεῖν, nach Hause begehren, 1.3.4; οἴκαδε παρασκευάζεσθαι, An. 7.7.57; Folgde.
Russian (Dvoretsky)
οἴκᾰδε: adv. домой (ἱκέσθαι, νεῖσθαι, νοστεῖν, ἀποστείχειν Hom.): τὰ οἴκαδε ποθεῖν Xen. тосковать по родине.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
οἴκᾰδε: Ἐπίρρ. = οἶκόνδε, εἰς τὸν οἶκον, πρὸς τὸν οἶκον, πρὸς τὴν πατρίδα, συχνὸν παρ’ Ὅμ., οἴκαδ’ ἱκέσθαι, οἴκαδε νεῖσθαι, νοστεῖν, ἀποστείχειν· ― εἶτα συχνὸν παρ’ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις ΙΙ. = οἴκοι, ἐν τῷ οἴκῳ ἐν τῇ πατρίδι, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Ἀν. 7. 7, 57, καὶ παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβ. Φρύν. 44.
English (Autenrieth)
(old acc. ϝοῖκα): adv., homeward, home.
English (Slater)
οἴκᾰδε to one's home Ἁγησία δέξαιτο κῶμον οἴκοθεν οἴκαδ' ποτινισόμενον (O. 6.99) φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε (O. 7.4) “ἱκόμαν οἴκαδ” (P. 4.106) ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ' Μέμνων μόλοι (N. 3.63) οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)
Greek Monolingual
(ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. ϝοίκαδε)
επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ' ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ. ενός περιληπτικού ουδ. (πρβλ. κύκλα) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πρύμναδε). Κατ' άλλη άποψη, το οἴκα είναι αιτ. εν. μιας παλαιάς αμάρτυρης ριζικής λ. Foıξ, αντίστοιχης του οἶκος.
Greek Monotonic
οἴκᾰδε: επίρρ.:
I. οἶκόνδε, προς το σπίτι, στο σπίτι, προς την πατρίδα, στην πατρίδα, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. οἴκοι, στο σπίτι, στην πατρίδα, σε Ξεν.
Middle Liddell
= οἶκόνδε
I. to one's home, home, homewards, Hom., etc.
II. = οἴκοι, at home, Xen. οἴκαδις, Doric for οἴκαδε, Ar.