ἐθελοθρησκεία

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ,

   A will-worship, self-chosen service, Ep.Col.2.23.

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, selbstgewählter Gottesdienst, N. T; – ἐθελοθρησκέω erkl. Suid. ἰδίῳ θελήματι σέβειν τὸ δοκοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοθρησκεία: ἡ, αὐθαίρετος, κατ’ ἰδίαν ἐκλογὴν λατρεία, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. β΄, 23, (ἐθελοθρησκία, κείμενον Tischendorf.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
religion qu’on se crée à soi-même, superstition.
Étymologie: ἐθέλω, θρησκεία.