δυστοκεύς

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

έως, ὁ, ἡ,

   A suffering in child-birth, δυστοκέες ἀλετρίδες Call.Del. 242; unhappy parent, δ. τοκέες IG14.2125.

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225).

Greek (Liddell-Scott)

δυστοκεύς: έως, ὁ, ἀτυχὴς γονεύς, δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
malheureux père ; plur. malheureux parents.
Étymologie: δυσ-, τοκεύς.