καρηβαρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A subject to headache, Hp.Epid.3.17.<*>; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47. II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.
ή, όν,
A subject to headache, Hp.Epid.3.17.<*>; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47. II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.