καρηβαρία
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
Ion. καρηβαρίη, ἡ, = καρηβάρησις (heaviness in the head, headache, cephalalgia, megrim, migraine, pounding head, throbbing head), Hp. Acut. 49, Aph. 5.22, Arist. Somn. Vig 456b29, Porph. Abst. 1.28, Agath. 2.38 ; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP 9.249 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v.l. auch bei den Medic.
Greek Monolingual
καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰρηβᾰρία: ἡ
1 увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);
2 ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρηβαρία -ας, ἡ, Ion. καρηβαρίη [καρηβαρής] zwaar gevoel in het hoofd, hoofdpijn. Hp.