εἱλωτεία

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

German (Pape)

[Seite 730] ἡ, der Helotenstand, Leibeigenschaft, Plat. Legg. VI, 776 c.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλωτεία: ἡ, ἡ κατάστασις Εἵλωτος ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Νόμ. 776C. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν Εἱλώτων, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22· πρβλ. δουλεία ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
condition d’hilote.
Étymologie: εἵλως.