εἵλως

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Spanish (DGE)

-ωτος, ὁ
1 hilota, gener. plu. hilotas en Esparta, miembros de una clase sometida, dif. de los esclavos, Hdt.6.81, 9.80, Th.1.101, 128, X.HG 3.3.8, τὸ τῶν εἱλώτων ἔθνος Theopomp.Hist.13, cf. 22, 122, κατεδουλώσαντο μᾶλλον ἢ τοὺς εἵλωτας Isoc.12.104, cf. 4.111, γεωργοῦσί τε γὰρ τοῖς μὲν (Λάκωσι) εἵλωτες Arist.Pol.1271b41, cf. Fr.538, Heraclid.Lemb.Pol.10, Plu.Lyc.24, Paus.1.29.8, 3.11.8, Str.8.5.4, μεταξὺ δ' ἐλευθέρων καὶ δούλων οἱ Λακεδαιμονίων εἵλωτες Poll.3.83, tb. en sg. κελεῦσαι τὸν εἵλωτα Hdt.7.229, κρείττων ... τοῦ εἵλωτος Critias B 37, Εἵλωτες Hilotas tít. de una comedia de Éupolis, Ath.138e (cf. tb. εἱλώτης)
explicado por los gramáticos antiguos como n. genérico del esclavo οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι πάντας τοὺς δούλους εἵλωτας καλοῦσιν Hdn.Gr.1.244, τὸ ὄνομα τῶν εἱλώτων εἰς δουλικὴν ἁπλῶς μετελήφθη κλῆσιν Eust.295.26, cf. Paus.Gr.ε 16, Sud.
identif. c. los Ἑλεάται: οἱ μὲν αὐτῶν (τῶν εἱλώτων) ἐκ Μεσσήνης ὄντες, οἱ δ' ἑλεάται κατοικοῦντες πρότερον τὸ καλούμενον Ἕλος Theopomp.Hist.13, cf. Εἵλωτες, Εἱλωτίς.
2 plu., en Tenaro sátiros Hdn.Gr.1.244.
• Etimología: De *eu̯el-, cf. ἁλίσκομαι, εἷλον.

German (Pape)

[Seite 730] ωτος, ὁ, der Helot, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
hilote, esclave lacédémonien.
Étymologie: cf. εἷλον, v. αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

εἵλως: ωτος ὁ илот (государственный крепостной в древней Спарте) Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.

Greek Monolingual

και είλως (-ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης)
δουλοπάροικος, «δούλος του δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη
νεοελλ.
οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός-αττικός τύπος για την προέλευση του οποίου έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση οι Είλωτες έλαβαν το όνομα τους από την ονομασία της πόλεως Έλος, αλλά η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται να είναι ούτε ιστορικά ούτε και γλωσσικά (φωνολογικά) πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον αόρ. είλον (του αιρώ), ενώ άλλοι παράγουν τη λ. από τ. ε-Fελωτες, συγγενή προς το (F) αλώναι (αρχικά ονομάζονταν Είλωτες οι αιχμάλωτοι πολέμου). Στην πραγματικότητα η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας, όπως άλλωστε και πολλά ονόματα σκλάβων].

Mantoulidis Etymological

ὁ (=δοῦλος στή Σπάρτη). Ἐ-ϝελ-ως → Εἵλως. Ἴσως ἀπό τό Ἕλος (=πόλις Λακωνική). Πιό σίγουρα ὅμως ἀπό τό ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό τό ἄχρηστο ἕλω (=κυριεύω, πιάνω).