ἐκκαρπόομαι

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Med.,

   A gather or enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐ. to have children by another wife, E. Ion815; ἐ. φιλίαν D.C.37.56.    II enjoy the fruit of a thing, c. part., ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Th.5.28; ἐ. τινάς exhaust them, drain them dry, D.24.2.

German (Pape)

[Seite 762] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρπόομαι: συνάγω τοὺς καρποὺς ἢ ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, μετὰ γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἐκκαρπώσομαι;
tirer profit de.
Étymologie: ἐκ, καρπόω.