ἐκκομψεύομαι

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Med.,

   A set forth in fair terms, E.IA333 (but prob. εὖ κεκόμψευσαι).

German (Pape)

[Seite 764] sehr witzig sein, s. simplex, Eur. I. A. 333.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκομψεύομαι: μέσ., λέγωπροτείνω τι μετὰ κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, ἔνθα ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. κομψεύω.

French (Bailly abrégé)

pf. 2ᵉ sg. ἐκκεκόμψευσαι;
exprimer avec grâce ou éloquence.
Étymologie: ἐκ, κομψεύω.