ἔκθαμβος
English (LSJ)
ον,
A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88. II terrible, Thd.Da.7.7.
German (Pape)
[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 frappé d’effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.