θαμβέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A to be astounded, οἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν Il.8.77, cf.B.5.84; οἱ δ' ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον Od.4.638, etc.; καὐτὸς τεθάμβηκ' S.Ant.1246; ἐθάμβησεν δὲ πᾶς… ὅμιλος E.Ion1205.
2 c. acc., to be astonished at, θάμβησαν δ' ὄρνιθας Od.2.155, cf. 16.178; τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ Ἀθάνα Pi.N.3.50; τέρας δ' ἐθάμβουν A.Supp.570 (lyr.): in late Prose, Plu.Aem.34.
II later also causal, alarm, LXX 2 Ki.22.5; τοὺς ὀφθαλμούς τινος PMag.Par. 1.237:—Pass., to be astounded, Ev.Marc.1.27, POxy.654.7, PMag. Leid.W.11.39; τεθαμβημένος astounded, Plu.Brut.20; διά τινος Id.Caes.[45].
German (Pape)
[Seite 1185] staunen, erstaunen; λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il. 23, 728; 24, 484; οἱ δ' ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον Od. 4, 638; θάμβησαν καὶ πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν Il. 8, 77; c. acc., anstaunen, bewundern, Od. 17, 367. 2, 115. 16, 178, wie Pind. N. 3, 48; τέρας δὲ θάμβουν Aesch. Suppl. 565; καὐτὸς τεθάμβηκα Soph. Ant. 1231, wie Eur. I. A. 1561. Später bes. = in Furcht setzen, LXX.; pass., διά τινος τεθαμβημένος Plut. Caes. 45, vgl. Brut. 20; das act., ὑπὸ δὲ μεγέθους τῶν κακῶν πάντα θαμβοῦντι καὶ παραπεπληγμένῳ τὸν λογισμὸν ἐοικώς Aem. Paul. 34. – Adj. verb. θαμβητός, furchtbar, Lycophr. 552.
French (Bailly abrégé)
θαμβῶ :
impf. ἐθάμβουν, f. inus., ao. ἐθάμβησα, pf. τεθάμβηκα;
Pass. ao. ἐθαμβήθην, pf. τεθάμβημαι;
1 être frappé d'étonnement, de stupeur ; regarder qch avec étonnement ou stupeur;
2 tr. frapper de stupeur ou d'effroi ; Pass. être frappé de stupeur ou d'effroi.
Étymologie: θάμβος.
Russian (Dvoretsky)
θαμβέω:
1 поражаться, изумляться, быть потрясенным (ὑπὸ μεγέθους τῶν κακῶν Plut.; ἐπὶ τοῖς λόγοις τινός NT): οἱ ἰδόντες θάμβησαν Hom. видя (это), они (ахейцы) были поражены; καὐτὸς τεθάμβηκα Soph. я сам потрясен;
2 дивиться, удивляться (на что-л.), с изумлением смотреть, удивленно разглядывать (αὐτόν, ὄρνιθας Hom.; τέρας Aesch.): ὕπτιος καὶ τεθαμβηκώς Arst. разиня;
3 наводить страх, поражать ужасом: τεθαμβημένος διά τινος Plut. пораженный чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβέω: μέλλ. -ήσω, (θάμβος) εἶμαι ἐκπεπληγμένος, ἔκθαμβος, Λατ. obstupesco, οἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν Ἰλ. Θ. 77· οἱ δ’ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον Ὀδ. Δ. 638, κτλ.· οὕτω, καὐτὸς τεθάμβηκ’ Σοφ. Ἀντ. 1246· ἐθάμβησε δὲ πᾶς... ὅμιλος Εὐρ. Ἴωνι 1205. 2) μετ’ αἰτ., θαυμάζω, εἶμαι ἐκπεπληγμένος διά τι, θάμβησαν δ’ ὄρνιθας Ὀδ. Β. 155, πρβλ. Π. 178· τὸν ἐθάμβεεν Ἄρτεμις Πίνδ. Ν. 3. 86· τέρας δ’ ἐθάμβουν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 570. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως, μεταβατ., ἐκπλήττω, κάμνω τινὰ νὰ μείνῃ ἔκθαμβος, Ἑβδ. (Β. Βασιλ. κβ΄, 5). - τεθαμβημένος, ἔκθαμβος, ἔκπληκτος, Πλούτ. Βρούτ. 20· διά τινος ὁ αὐτ. Καῖσ. 45.
English (Autenrieth)
(root θαπ), aor. θάμβησα: be astonished or wonder at, gaze upon with wonder, Od. 2.155, Il. 24.483.
English (Slater)
θαμβέω be astonished at c. acc., τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα (Mosch: ἐθάμβευν codd.) (N. 3.50)
English (Strong)
from θάμβος; to stupefy (with surprise), i.e. astound: amaze, astonish.
English (Thayer)
θαμβω; passive, imperfect ἐθαμβουμην; 1st aorist ἐθαμβήθην; (θάμβος, which see);
1. to be astonished: (Homer, Sophocles, Euripides)
2. to astonish, terrify: to be amazed: ἐπί with the dative of the thing, to be frightened, Plutarch, Caesar 45; Brut. 20. (Compare: θάμβος (allied with τάφος amazement, from a Sanskrit root signifying to render immovable; Curtius, § 233; Vanicek, p. 1130), θάμβους, τό; from Homer down; amazement: Acts 3:10.
Greek Monotonic
θαμβέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐθάμβησα, Επικ. θάμβησα (θάμβος)·
I. 1. είμαι έκθαμβος, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.
2. με αιτ. θαυμάζω κάτι, είμαι έκπληκτος με κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
II. μεταβ., εκπλήσσω, αφήνω κατάπληκτο, εντυπωσιάζω, αιφνιδιάζω· Παθ., τεθαμβημένος, έκθαμβος, έκπληκτος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
θαμβέω, θάμβος
I. to be astounded, amazed, Hom., Soph., Eur.
2. c. acc. to be astonished at, marvel at, Od., Pind.
II. Causal, to surprise:—Pass., τεθαμβημένος astounded, Plut.
Chinese
原文音譯:qambšw 探卑哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(成為)畏懼
字義溯源:驚駭,使驚異,使驚愕,驚奇,驚訝,希奇;源自(θάμβος)=驚慌失措);而 (θάμβος)出自(τάφος)X*=驚訝)。參讀 (ἐκθαμβέω)同義字
同源字:1) (ἐνταφιασμός)預備入葬 2) (θαμβέω)驚駭 3) (ἐκθαυμάζω / θαυμάζω)驚奇
出現次數:總共(4);可(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯希奇(1) 可10:32;
2) 驚奇(1) 徒9:5;
3) 希奇(1) 可10:24;
4) 驚訝(1) 可1:27