φθόνησις

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A jealous refusal, S.Tr.1212.

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.