[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.
[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.
ορος (ὁ) :c. μεγαλήνωρ.Étymologie: μέγας, ἀνήρ.