μεγάνωρ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.
German (Pape)
[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.
English (Slater)
μεγᾱνωρ lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)
Greek Monolingual
μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυάνωρ)].
Greek Monotonic
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.