ὑπαγκάλισμα

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is clasped in the arms, a beloved one, of a wife or mistress, S.Tr.540; of a child, E.Tr.757: cf. παραγκάλισμα.

German (Pape)

[Seite 1179] τό, das, was man in die Arme nimmt, der Gegenstand der Umarmung, Gattinn, Geliebte, Eur. Troad. 752 Hel. 247. – Auch die Umarmung, δύ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα, Soph. Trach. 537.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], τό, τὸ εἰς τὰς ἀγκάλας λαμβανόμενον, ἀγαπητὸν πλάσμα, ἐπὶ συζύγου ἢ ἐρωμένης, Σοφ. Τρ. 540˙ ἐπὶ τέκνου, Εὐρ. Τρῳ. 752˙ ἐπὶ κάλπης, χειρὸς ὑπ. ἐμῆς (ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 42), ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1337˙ - πρβλ. παραγκάλισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de prendre dans ses bras, étreinte;
2 embrassement.
Étymologie: ὑπαγκαλίζω.