πελτάζω

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

(πέλτη)

   A serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.

German (Pape)

[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.

Greek (Liddell-Scott)

πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

servir comme peltaste, càd dans l’infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.