ον,
A very miserable, AP9.151 (Antip.).
[Seite 663] sehr unglücklich, Ant. Sid. 50 (IX, 151).
πολῠκάμμορος: -ον, λίαν δυστυχής, ἄθλιος, Ἀνθ. Π. 9. 151.
ος, ον :tout à fait malheureux.Étymologie: πολύς, κάμμορος.