κάρτος
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),
A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.