περιφερόγραμμος

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A bounded by a curved line, opp. εὐθύγραμμος, Arist.Cael.286b14, Str.5.1.2, Simp.in Cael.413.4.

German (Pape)

[Seite 598] mit einer kreisförmigen Linie umgeben, Ggstz ὀρθόγραμμος, Arist. de coelo 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιφερόγραμμος: -ον, ὁ ὑπὸ περιφερικῆς γραμμῆς ὁριζόμενος, ἀντίθ. τῷ εὐθύγραμμος, ὀρθόγραμμος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, Στράβ. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une ligne circulaire.
Étymologie: περιφερής, γραμμή.