εὐθύγραμμος
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
εὐθύγραμμον, = εὐθυγραμμικός (rectilinear), Arist. Cael. 286b13, al. ; γωνία Oenopides ap. Procl. in Euc. p. 333F., cf. Euc. 1.44 ; τὸ εὐθύγραμμον (with or without σχῆμα) rectilinear figure, Arist. APr. 69a31, Pr. 913b18, Thphr. HP 1.12.1.
German (Pape)
[Seite 1070] geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐθ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύγραμμος: прямолинейный (σχῆμα Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύγραμμος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως σχῆμα ἢ ἄνευ αὐτῆς), σχῆμα ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: ἐντεῦθεν -γραμμικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοιοῦτον σχῆμα· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλόγραμμος, παραλληλόγραμμος].