συμπιλέω

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A force together like felt: generally, compress, Pl.Ti. 45b:—more freq. in Pass., ib.49c, Plt.281a, Arist.Ph.216a31, Hero Spir.1 Prooem., etc.; τὰ λεῖα, κἂν . . βία συμπιληθῇ, ῥᾳδίως ἀπολύεται Diocl.Fr.26; συμπεπιλημένος of felted texture, Thphr.HP3.7.5; θρὶξ συνεπιλήθη was matted together, Pl.Ti.76c; κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Luc.Tox.30; τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον Arist.Cael.305b7; ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, of Vesuvius, D.C.66.21; πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Plu.Demetr.41; of the intestines, to be obstructed, Hp.Loc.Hom.10, Morb.3.14.

German (Pape)

[Seite 987] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συμπῑλέω: συμπιέζω ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐτόθι 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε στρῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouler ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιλέω.