ἡ,
A = ἠλιθιότης, Nic.Al.420: Aeol. ἀλοσύνα Theoc.30.12; cf. ἆλλος (s.v. ἠλεός).
[Seite 1163] ἡ, = ἠλιθιότης, Nic. Al. 420.
ἠλοσύνη: ἡ, = ἠλιθιότης, Νίκ. Ἀλ. 420.
ης (ἡ) :stupidité.Étymologie: ἠλός.