[ᾱ], ορος, ὁ,
A partaker in a feast, E.El.638.
συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
ορος (ὁ) :compagnon de table, convive.Étymologie: σύν, θοινάτωρ.