ὁ,
A stonecutter, Antipho Soph.92, D.47.65, IG3.307, prob. in 3455.
[Seite 45] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.
λῐθοκόπος: ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.
ου (ὁ) :tailleur de pierres.Étymologie: λίθος, κόπτω.