μέλασμα

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a black or livid spot, Hp.Fract.11 (pl.), Art.86 (pl.), Liq.4 (sg.).    II black hair-dye, Apollod.Com.21, Poll.2.35, Crito ap.Gal.12.447.    III μ. γραμμοτόκον the solid ink in a pencil, AP6.63 (Damoch.).    IV in pl., spots in the moon, Cleom. 2.1.

German (Pape)

[Seite 121] τό, das Geschwärzte, schwarzer Fleck, ἔχεις μελάσμασι κατεστιγμένοι, Plut. S. N. V. 22 (p. 269); schwarze Farbe, πλήθοντα μελάσματι κυκλομόλιβδον, Damochar. 2 (VI, 63); zum Färben der Haare, Poll. 2, 35; Apolld. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μέλασμα: τό, μαῦρον ἢ πελιδνὸν σημεῖονστίγμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ΙΙ. μαύρη βαφὴ, Πολυδ. Β΄, 35. ΙΙΙ. μ. γραμμότοκον, μέλαν μολυβδοκόδυλον Ἀνθ. Π. ϛʹ, 63.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tache noire.
Étymologie: μελαίνω.