περικαλίνδησις

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rolling about, Plu.2.919a (pl.).

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.