ἡ,
A profession of a parasite, Luc. Par.37.
[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.
ας (ἡ) :métier ou habitudes de parasite.Étymologie: παράσιτος.