παρασιτία
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ἡ, profession of a parasite, Luc. Par.37.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Russian (Dvoretsky)
παρασῑτία: ἡ Luc. v.l. = παρασιτική.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.