ἑλικός

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A eddying, of water, Call.Fr.290 (Sup.); χορεία Hymn.Is.155.

German (Pape)

[Seite 797] sich windend, wirbelnd, Call. frg. 290.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκός: ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον ὕδωρ Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s’enroule ou se recourbe, sinueux.
Étymologie: ἕλιξ.