ον,
A drawing the hand after it, τρύπανα AP6.103 (Phil.).
ἑλκεσίχειρος: -ον, ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτὸν τὴν χεῖρα, τρύπανά θ’ ἑλκεσίχειρα Φίλιππ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 103.
ος, ον :qui entraîne la main de l’ouvrier.Étymologie: ἕλκω, χείρ.