ἑλκεσίχειρος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ἑλκεσίχειρον, drawing the hand after it, τρύπανα AP6.103 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que se usa con la mano τρύπανα AP 6.103 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entraîne la main de l'ouvrier.
Étymologie: ἕλκω, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκεσίχειρος: влекомый вручную, ручной (τρύπανα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεσίχειρος: -ον, ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτὸν τὴν χεῖρα, τρύπανά θ’ ἑλκεσίχειρα Φίλιππ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 103.
Greek Monotonic
ἑλκεσίχειρος: -ον, αυτός που τραβά το χέρι, σε Ανθ.