ἐκπερίειμι
English (LSJ)
A go out and round, go all round, X.Cyn.6.10, dub. in Hld.7.19 ; τὰ ὄρη Luc.Rh.Pr.5 ; τὴν κύκλῳ [ὁδόν] Jul.Or.7.225c.
German (Pape)
[Seite 772] (εἶμι), heraus- u. herumgehen, von einem Orte aus herumgehen; κύκλῳ Xen. Cyn. 8, 5, vgl. 6, 10; τὰ ὄρη Luc. rhet. praec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερίειμι: ἐξέρχομαι καὶ περιέρχομαι ὁλόγυρα, ἐκπεριέρχομαι, κύκλῳ Ξεν. Κυν. 6. 10, κτλ.· ἐκπ. τὰ ὄρη Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 5.
French (Bailly abrégé)
inf. ἐκπεριϊέναι;
approcher en faisant un détour, contourner.
Étymologie: ἐκ, περίειμι.